- μασχαλισμός
- Έθιμο διάφορων λαών κατά την αρχαιότητα. Αναφέρεται από τους τραγικούς ποιητές και σύμφωνα με αυτό, ο δολοφόνος έκοβε ένα μέλος του σώματος του νεκρού και το κρεμούσε από τον τράχηλο προς τη μασχάλη, προς αποτροπή της εκδίκησης του θύματος· η αποτροπή του κινδύνου ήταν περισσότερο βέβαιη, αν ο δολοφόνος έκοβε τα χέρια του θύματος από τη μασχάλη. Ο μ. αναφέρεται και στον Όμηρο, ο οποίος διηγείται τη σκηνή που οι δύο πιστοί βοσκοί του Οδυσσέα έκοψαν τα αυτιά, τη μύτη, τα χέρια, τα πόδια και τα γεννητικά όργανα του προδότη Μελάνθιου.
Ο μ. είχε μυστηριακή σημασία για τους πρωτόγονους λαούς. Οι Παπούα της Νέας Γουινέας κρεμούσαν ως χαϊμαλιά διάφορα μέλη νεκρών, ενώ παρόμοιο έθιμο θεωρείται και εκείνο των κυνηγών κεφαλιών της Ασίας και της Νότιας Αμερικής. Σχετική είναι και η συνήθεια κατασκευής αλυσίδων από δόντια νεκρών, τα οποία κρεμούσαν πολλοί πρωτόγονοι λαοί στον λαιμό τους. Τις αλυσίδες αυτές φορούσαν κυρίως οι δράστες φόνων, επειδή πίστευαν ότι με τον τρόπο αυτό απέτρεπαν την εκδίκηση του θύματος.
* * *ο (Α μασχαλισμός) [μασχαλίζω]νεοελλ.φρ. «μασχαλισμός τής άγκυρας» — το κρέμασμα τής άγκυρας από τον μασχαλιστήρα και η στερέωσή τηςαρχ.α) ακρωτηριασμός πτώματοςβ) έθιμο κατά το οποίο ο δολοφόνος απέκοπτε μέλη τού σώματος τού θύματός του, τά έδενε με νήμα και τά κρεμούσε από τον τράχηλο, τον δικό του ή τού θύματος, φέροντας στη συνέχεια το νήμα κάτω από τις μασχάλες του.
Dictionary of Greek. 2013.